καταπλέκω

καταπλέκω
καταπλέκω (Α)
(επιτ. τ. τού πλέκω)
1. πλέκω εντελώς, εμπλέκω, συμπλέκω
2. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω
3. (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ' άλλη ερμ., πλαταίνω
4. (με δοτ. πράγμ.) περιπλέκω κάποιον σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, τόν μπερδεύω κάπου
5. παρεμβάλλομαι, έχω παρεισφρήσει κάπου
6. (με δοτ. προσ.) φέρνω κάποιον σε αντιφάσεις, μπερδεύω
7. τελειώνω την πλοκή, το πλέξιμο, τη σύνθεση
8. συνεκδ. περατώνω, τερματίζω, τελειώνω
9. (στον παθ. αόρ.) κατεπλάκην
αναστομώθηκα
10. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) καταπεπλεγμένος, -η, -ον
περιπεπλεγμένος, περίπλοκος («πόλεμος καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλία» — πόλεμος περίπλοκος στην ποικιλία τών γεγονότων, Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπλέξῃ — καταπλέκω entwine aor subj mid 2nd sg καταπλέκω entwine aor subj act 3rd sg καταπλέκω entwine fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπλεγμένον — καταπλέκω entwine perf part mp masc acc sg καταπλέκω entwine perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλεκόντων — καταπλέκω entwine pres part act masc/neut gen pl καταπλέκω entwine pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέκει — καταπλέκω entwine pres ind mp 2nd sg καταπλέκω entwine pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέκοντα — καταπλέκω entwine pres part act neut nom/voc/acc pl καταπλέκω entwine pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέκουσιν — καταπλέκω entwine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπλέκω entwine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέξαι — καταπλέκω entwine aor inf act καταπλέξαῑ , καταπλέκω entwine aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέπλεκον — καταπλέκω entwine imperf ind act 3rd pl καταπλέκω entwine imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπλεγμένοι — καταπλέκω entwine perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπλεγμένοις — καταπλέκω entwine perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”